πύρωμα

πύρωμα
το, ΝΑ [πυρῶ, -ώνω]
1. ζέσταμα, πύρωση
2. πυράκτωση
αρχ.
φλεγμονή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πύρωμα — inflammation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύρωμα — το, ατος 1. πυράκτωση. 2. ζέσταμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πυρώματα — πύρωμα inflammation neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρώματος — πύρωμα inflammation neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπύρωση — η (Α διαπύρωσις, εως) [διαπυρώ] 1. πύρωμα, πυράκτωση 2. κατάκαυση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”